- ἑρπετόδηκτος
- ἑρπετό-δηκτος, ον,A bitten by a reptile, Dsc.3.68, CrateuasFr.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερπετόδηκτος — ἑρπετόδηκτος, ον (Α) αυτός που τόν δάγκωσε ερπετό … Dictionary of Greek
ἑρπετοδήκτοις — ἑρπετόδηκτος bitten by a reptile masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπετοδήκτους — ἑρπετόδηκτος bitten by a reptile masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπετοδήκτων — ἑρπετόδηκτος bitten by a reptile masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπετόδηκτα — ἑρπετόδηκτος bitten by a reptile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)